τεκνοτρόφος

τεκνοτρόφος
-ον, ΜΑ
αυτός που τρέφει ή που αναθρέφει τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. βρεφο-τρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”